Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφαιροειδής
σφαιροποιέω
σφαιρόω
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφαλερός
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
σφάραγος
σφεδανός
σφεῖς
σφέλας
σφενδάμνινος
σφένδαμνος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφετερίζω
View word page
σφάραγος
σφάραγος .σφάραγος, ὁ, a bursting with a noise.
ShortDef
a bursting with a noise
Debugging
Headword:
σφάραγος
Headword (normalized):
σφάραγος
Headword (normalized/stripped):
σφαραγος
IDX:
31868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31904
Key:
sfa/ragos
Data
{'content': 'σφάραγος\n .σφάραγος, ὁ,\n a bursting with a noise.', 'key': 'sfa/ragos'}