Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
ἀντίδουπος
ἀντιδράω
ἀντιδωρέομαι
ἀντιζητέω
ἀντιζωγρέω
ἀντιθάπτω
View word page
ἀντίδορος
ἀντίδορος δορά clothed with something instead of a skin, Anth.

ShortDef

clothed with

Debugging

Headword:
ἀντίδορος
Headword (normalized):
ἀντίδορος
Headword (normalized/stripped):
αντιδορος
IDX:
3189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3190
Key:
a)nti/doros

Data

{'content': 'ἀντίδορος\n δορά\n clothed with something instead of a skin, Anth.', 'key': 'a)nti/doros'}