Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιροποιέω
σφαιρόω
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφαλερός
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
σφάραγος
σφεδανός
σφεῖς
σφέλας
σφενδάμνινος
σφένδαμνος
View word page
σφάκελος
σφάκελος .σφάκελος (ᾰ), ὁ, gangrene:—generally, a spasm, convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, Aesch.
ShortDef
gangrene
Debugging
Headword:
σφάκελος
Headword (normalized):
σφάκελος
Headword (normalized/stripped):
σφακελος
IDX:
31863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31899
Key:
sfa/kelos
Data
{'content': 'σφάκελος\n .σφάκελος (ᾰ), ὁ,\n gangrene:—generally, a spasm, convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, Aesch.', 'key': 'sfa/kelos'}