Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιροποιέω
σφαιρόω
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφαλερός
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
σφάραγος
σφεδανός
σφεῖς
σφέλας
View word page
σφαιρωτός
σφαιρωτός from σφαιρόω σφαιρωτός, ή, όν with a button at the end, Xen.

ShortDef

with a button at the end

Debugging

Headword:
σφαιρωτός
Headword (normalized):
σφαιρωτός
Headword (normalized/stripped):
σφαιρωτος
IDX:
31861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31897
Key:
sfairwto/s

Data

{'content': 'σφαιρωτός\n from σφαιρόω\n σφαιρωτός, ή, όν\n with a button at the end, Xen.', 'key': 'sfairwto/s'}