Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιροειδής
σφαιροποιέω
σφαιρόω
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφάκελος
σφαλερός
σφάλλω
σφαραγέομαι
σφαραγίζω
View word page
σφαιριστήριον
σφαιριστήριον σφαιριστήριον, ου, τό, σφαιρίζω a ball-court, Theophr.
ShortDef
a ball-court
Debugging
Headword:
σφαιριστήριον
Headword (normalized):
σφαιριστήριον
Headword (normalized/stripped):
σφαιριστηριον
IDX:
31857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31893
Key:
sfairisth/rion
Data
{'content': 'σφαιριστήριον\n σφαιριστήριον, ου, τό,\n σφαιρίζω\n a ball-court, Theophr.', 'key': 'sfairisth/rion'}