σφαιριστήριον
σφαιριστήριον
σφαιριστήριον, ου, τό,
σφαιρίζω
a ball-court, Theophr.
{ "content": "σφαιριστήριον\n σφαιριστήριον, ου, τό,\n σφαιρίζω\n a ball-court, Theophr.", "key": "sfairisth/rion" }