Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαίρισις
σφαιριστήριον
View word page
σφάγιος
σφάγιος σφάγιος, α, ον σφάζω slaying, slaughtering, σφ. μόρος slaughter, Soph.
ShortDef
slaying, slaughtering
Debugging
Headword:
σφάγιος
Headword (normalized):
σφάγιος
Headword (normalized/stripped):
σφαγιος
IDX:
31847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31883
Key:
sfa/gios
Data
{'content': 'σφάγιος\n σφάγιος, α, ον\n σφάζω\n slaying, slaughtering, σφ. μόρος slaughter, Soph.', 'key': 'sfa/gios'}