Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
View word page
σφαγιασμός
σφαγιασμός from σφαγιάζομαι σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, a slaying, sacrificing, Eur., Plut.

ShortDef

a slaying, sacrificing

Debugging

Headword:
σφαγιασμός
Headword (normalized):
σφαγιασμός
Headword (normalized/stripped):
σφαγιασμος
IDX:
31845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31881
Key:
sfagiasmo/s

Data

{'content': 'σφαγιασμός\n from σφαγιάζομαι\n σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ,\n a slaying, sacrificing, Eur., Plut.', 'key': 'sfagiasmo/s'}