Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
ἀντίδουπος
ἀντιδράω
ἀντιδωρέομαι
ἀντιζητέω
View word page
ἀντίδικος
ἀντίδικος δίκη an opponent in a suit, defendant or plaintiff, Plat., etc.: generally an opponent, Aesch.

ShortDef

an opponent in a suit, defendant

Debugging

Headword:
ἀντίδικος
Headword (normalized):
ἀντίδικος
Headword (normalized/stripped):
αντιδικος
IDX:
3187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3188
Key:
a)nti/dikos

Data

{'content': 'ἀντίδικος\n δίκη\n an opponent in a suit, defendant or plaintiff, Plat., etc.: generally an opponent, Aesch.', 'key': 'a)nti/dikos'}