Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
σφαῖρα
σφαιρηδόν
View word page
σφαγή
σφαγή σφᾰγή, ἡ, σφάζω slaughter, butchery, in sg. and pl., Trag., Plat., etc.; αἵματος σφαγή the blood gushing from the wound, Aesch.; καθάρμοσον σφαγάς close the gaping wound, Eur. the throat, the spot where the victim is struck (cf. Lat. jugulum, jugulari), in pl., Eur., Thuc.

ShortDef

slaughter, butchery

Debugging

Headword:
σφαγή
Headword (normalized):
σφαγή
Headword (normalized/stripped):
σφαγη
IDX:
31843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31879
Key:
sfagh/

Data

{'content': 'σφαγή\n σφᾰγή, ἡ,\n σφάζω\n slaughter, butchery, in sg. and pl., Trag., Plat., etc.; αἵματος σφαγή the blood gushing from the wound, Aesch.; καθάρμοσον σφαγάς close the gaping wound, Eur.\n the throat, the spot where the victim is struck (cf. Lat. jugulum, jugulari), in pl., Eur., Thuc.', 'key': 'sfagh/'}