Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφάζω
View word page
σφαγεῖον
σφαγεῖον σφᾰγεῖον, ου, τό, σφάζω a bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, Eur. = σφάγιον, the victim, Eur.
ShortDef
a bowl for catching the blood of the victim
Debugging
Headword:
σφαγεῖον
Headword (normalized):
σφαγεῖον
Headword (normalized/stripped):
σφαγειον
IDX:
31841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31877
Key:
sfagei=on
Data
{'content': 'σφαγεῖον\n σφᾰγεῖον, ου, τό,\n σφάζω\n a bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, Eur.\n = σφάγιον, the victim, Eur.', 'key': 'sfagei=on'}