Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαδᾴζω
View word page
συφορβός
συφορβός σῠ-φορβός, οῦ, ὁ, σῦς, φέρβω a swineherd, Hom.
ShortDef
a swineherd
Debugging
Headword:
συφορβός
Headword (normalized):
συφορβός
Headword (normalized/stripped):
συφορβος
IDX:
31839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31875
Key:
suforbo/s
Data
{'content': 'συφορβός\n σῠ-φορβός, οῦ, ὁ,\n σῦς, φέρβω\n a swineherd, Hom.', 'key': 'suforbo/s'}