Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
View word page
συφόρβιον
συφόρβιον σῠ-φόρβιον, ου, τό, σῦς, φέρβω a herd of swine, Anth.
ShortDef
a herd of swine
Debugging
Headword:
συφόρβιον
Headword (normalized):
συφόρβιον
Headword (normalized/stripped):
συφορβιον
IDX:
31838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31874
Key:
sufo/rbion
Data
{'content': 'συφόρβιον\n σῠ-φόρβιον, ου, τό,\n σῦς, φέρβω\n a herd of swine, Anth.', 'key': 'sufo/rbion'}