Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
View word page
συσχολάζω
συσχολάζω fut. σω to be a fellow-pupil or companion in philosophy, to pass oneʼs time with or together, Plut.
ShortDef
to be a fellow-pupil
Debugging
Headword:
συσχολάζω
Headword (normalized):
συσχολάζω
Headword (normalized/stripped):
συσχολαζω
IDX:
31836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31872
Key:
susxola/zw
Data
{'content': 'συσχολάζω\n fut. σω\n to be a fellow-pupil or companion in philosophy, to pass oneʼs time with or together, Plut.', 'key': 'susxola/zw'}