Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
View word page
συσφίγγω
συσφίγγω to condense:—Pass., Anth.
ShortDef
to condense
Debugging
Headword:
συσφίγγω
Headword (normalized):
συσφίγγω
Headword (normalized/stripped):
συσφιγγω
IDX:
31834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31870
Key:
susfi/ggw
Data
{'content': 'συσφίγγω\n to condense:—Pass., Anth.', 'key': 'susfi/ggw'}