Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιδέρκομαι
ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
ἀντίδουπος
ἀντιδράω
ἀντιδωρέομαι
View word page
ἀντιδικέω
ἀντιδικέω from ἀντίδικος to dispute, go to law, περί τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a suit, Plat.; absol. of the defendant, Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to urge oneʼs suit against . . , Dem.

ShortDef

to dispute, go to law

Debugging

Headword:
ἀντιδικέω
Headword (normalized):
ἀντιδικέω
Headword (normalized/stripped):
αντιδικεω
IDX:
3186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3187
Key:
a)ntidike/w

Data

{'content': 'ἀντιδικέω\n from ἀντίδικος\n to dispute, go to law, περί τινος Xen.; οἱ ἀντιδικοῦντες the parties to a suit, Plat.; absol. of the defendant, Ar.; ἀντ. πρός τι or πρός τινα, to urge oneʼs suit against . . , Dem.', 'key': 'a)ntidike/w'}