Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
σφαγεῖον
σφαγεύς
View word page
συστροφή
συστροφή from συστρέφω συστροφή, ἡ, a dense mass of men, a gathering of people, Hdt. a sudden storm, Polyb.
ShortDef
a dense mass
Debugging
Headword:
συστροφή
Headword (normalized):
συστροφή
Headword (normalized/stripped):
συστροφη
IDX:
31832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31868
Key:
sustrofh/
Data
{'content': 'συστροφή\n from συστρέφω\n συστροφή, ἡ,\n a dense mass of men, a gathering of people, Hdt.\n a sudden storm, Polyb.', 'key': 'sustrofh/'}