Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
συφορβός
συχνός
View word page
σύστρεμμα
σύστρεμμα σύστρεμμα, ατος, τό, anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse, Polyb. from συστρέφω
ShortDef
anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse
Debugging
Headword:
σύστρεμμα
Headword (normalized):
σύστρεμμα
Headword (normalized/stripped):
συστρεμμα
IDX:
31830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31866
Key:
su/stremma
Data
{'content': 'σύστρεμμα\n σύστρεμμα, ατος, τό,\n anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse, Polyb.\n from συστρέφω', 'key': 'su/stremma'}