Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
συσχολάζω
συφεός
συφόρβιον
View word page
συστρατιώτης
συστρατιώτης συ-στρᾰτιώτης, ου, ὁ, a fellow-soldier, Lat. commilito, Xen., etc.

ShortDef

a fellow-soldier

Debugging

Headword:
συστρατιώτης
Headword (normalized):
συστρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
συστρατιωτης
IDX:
31828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31864
Key:
sustratiw/ths

Data

{'content': 'συστρατιώτης\n συ-στρᾰτιώτης, ου, ὁ,\n a fellow-soldier, Lat. commilito, Xen., etc.', 'key': 'sustratiw/ths'}