Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συστενάζω
συστένω
συστεφανόω
σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
συσφίγγω
συσχηματίζω
View word page
συστρατεύω
συστρατεύω fut. -εύσω and as Dep. συστρατεύομαι fut. -εύσομαι act. and Dep. to make a campaign or serve together, to join or share in an expedition, absol., Hdt., Thuc., etc.; τινί with another, Hdt., Thuc.

ShortDef

to make a campaign

Debugging

Headword:
συστρατεύω
Headword (normalized):
συστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
συστρατευω
IDX:
31825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31861
Key:
sustrateu/w

Data

{'content': 'συστρατεύω\n fut. -εύσω\n and as Dep. συστρατεύομαι\n fut. -εύσομαι\n act. and Dep. to make a campaign or serve together, to join or share in an expedition, absol., Hdt., Thuc., etc.; τινί with another, Hdt., Thuc.', 'key': 'sustrateu/w'}