Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανόω
σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
συστρατοπεδεύομαι
σύστρεμμα
συστρέφω
συστροφή
συσφάζω
View word page
συστολίζω
συστολίζω = συστέλλω to put together, fabricate, Eur. to unite, τινά τινι Anth.
ShortDef
to put together, fabricate
Debugging
Headword:
συστολίζω
Headword (normalized):
συστολίζω
Headword (normalized/stripped):
συστολιζω
IDX:
31823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31859
Key:
sustoli/zw
Data
{'content': 'συστολίζω\n = συστέλλω\n to put together, fabricate, Eur.\n to unite, τινά τινι Anth.', 'key': 'sustoli/zw'}