Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συστασιώτης
συστάς
συστασιάζω
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανόω
σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
συστράτηγος
συστρατιώτης
View word page
σύστημα
σύστημα σύστημα, ατος, τό, συστῆναι a whole compounded of parts, a system, Plat.:— a composition, Arist. an organised government, constitution, Arist. a body of soldiers, a corps, Polyb. of the Roman Senate, Plut.

ShortDef

a whole compounded of parts, a system

Debugging

Headword:
σύστημα
Headword (normalized):
σύστημα
Headword (normalized/stripped):
συστημα
IDX:
31818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31854
Key:
su/sthma

Data

{'content': 'σύστημα\n σύστημα, ατος, τό,\n συστῆναι\n a whole compounded of parts, a system, Plat.:— a composition, Arist.\n an organised government, constitution, Arist.\n a body of soldiers, a corps, Polyb.\n of the Roman Senate, Plut.', 'key': 'su/sthma'}