Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστάς
συστασιάζω
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανόω
σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
συστρατηγέω
View word page
συστένω
συστένω = συστενάζω, Arist.

ShortDef

lament with

Debugging

Headword:
συστένω
Headword (normalized):
συστένω
Headword (normalized/stripped):
συστενω
IDX:
31816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31852
Key:
suste/nw

Data

{'content': 'συστένω\n = συστενάζω, Arist.', 'key': 'suste/nw'}