Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσταδόν
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστάς
συστασιάζω
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
συστενάζω
συστένω
συστεφανόω
σύστημα
συστοιχέω
συστοιχία
σύστοιχος
συστολή
συστολίζω
συστρατεία
συστρατεύω
View word page
συστενάζω
συστενάζω to lament with, τινί Eur.; absol., NTest.
ShortDef
to lament with
Debugging
Headword:
συστενάζω
Headword (normalized):
συστενάζω
Headword (normalized/stripped):
συστεναζω
IDX:
31815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31851
Key:
sustena/zw
Data
{'content': 'συστενάζω\n to lament with, τινί Eur.; absol., NTest.', 'key': 'sustena/zw'}