Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
συσταδόν
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστάς
συστασιάζω
συστατικός
συσταυρόομαι
συστεγάζω
συστέλλω
View word page
συσσωφρονέω
συσσωφρονέω fut. ήσω to be a partner in temperance, Eur.

ShortDef

to be a partner in temperance

Debugging

Headword:
συσσωφρονέω
Headword (normalized):
συσσωφρονέω
Headword (normalized/stripped):
συσσωφρονεω
IDX:
31804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31840
Key:
susswfrone/w

Data

{'content': 'συσσωφρονέω\n fut. ήσω\n to be a partner in temperance, Eur.', 'key': 'susswfrone/w'}