Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίδειπνος
ἀντιδεξιόομαι
ἀντιδέομαι
ἀντιδέρκομαι
ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
View word page
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδιδάσκω to teach in turn or on the other side, Anth.:—of poets, to contend for the prize, Ar.

ShortDef

to teach in turn

Debugging

Headword:
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized):
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized/stripped):
αντιδιδασκω
IDX:
3183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3184
Key:
a)ntidida/skw

Data

{'content': 'ἀντιδιδάσκω\n to teach in turn or on the other side, Anth.:—of poets, to contend for the prize, Ar.', 'key': 'a)ntidida/skw'}