Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
συσταδόν
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
συστάς
View word page
συσσίτησις
συσσίτησις from συσσῑτέω συσσίτησις, εως, = συσσίτιον, Plut. a messing together, a public mess, Xen.
ShortDef
a messing together, a public mess
Debugging
Headword:
συσσίτησις
Headword (normalized):
συσσίτησις
Headword (normalized/stripped):
συσσιτησις
IDX:
31799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31835
Key:
sussi/thsis
Data
{'content': 'συσσίτησις\n from συσσῑτέω\n συσσίτησις, εως,\n = συσσίτιον, Plut.\n a messing together, a public mess, Xen.', 'key': 'sussi/thsis'}