Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
συσταδόν
συστασιαστής
σύστασις
συστασιώτης
View word page
συσσιτέω
συσσιτέω fut. ήσω to mess with, τινί Ar.:—absol. in pl. to mess together, Plat., Dem.
ShortDef
to dine together with
Debugging
Headword:
συσσιτέω
Headword (normalized):
συσσιτέω
Headword (normalized/stripped):
συσσιτεω
IDX:
31798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31834
Key:
sussite/w
Data
{'content': 'συσσιτέω\n fut. ήσω\n to mess with, τινί Ar.:—absol. in pl. to mess together, Plat., Dem.', 'key': 'sussite/w'}