Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
συσταδόν
συστασιαστής
σύστασις
View word page
σύσσημον
σύσσημον σύσ-σημον, ου, τό, σῆμα a fixed sign or signal, NTest. a pledge, Anth.
ShortDef
a fixed sign
Debugging
Headword:
σύσσημον
Headword (normalized):
σύσσημον
Headword (normalized/stripped):
συσσημον
IDX:
31797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31833
Key:
su/sshmon
Data
{'content': 'σύσσημον\n σύσ-σημον, ου, τό,\n σῆμα\n a fixed sign or signal, NTest.\n a pledge, Anth.', 'key': 'su/sshmon'}