Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
συσταδόν
View word page
συσσεύω
συσσεύω to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.
ShortDef
to urge on together
Debugging
Headword:
συσσεύω
Headword (normalized):
συσσεύω
Headword (normalized/stripped):
συσσευω
IDX:
31795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31831
Key:
susseu/w
Data
{'content': 'συσσεύω\n to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.', 'key': 'susseu/w'}