Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
συσσωφρονέω
View word page
συσσεβίζω
συσσεβίζω to join in celebrating, θυσίας θεῷ Eur.[now reading οὐ σεβίζ.]
ShortDef
to join in celebrating
Debugging
Headword:
συσσεβίζω
Headword (normalized):
συσσεβίζω
Headword (normalized/stripped):
συσσεβιζω
IDX:
31794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31830
Key:
sussebi/zw
Data
{'content': 'συσσεβίζω\n to join in celebrating, θυσίας θεῷ Eur.[now reading οὐ σεβίζ.]', 'key': 'sussebi/zw'}