Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιδάκνω
ἀντίδειπνος
ἀντιδεξιόομαι
ἀντιδέομαι
ἀντιδέρκομαι
ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
ἀντιδιαβαίνω
ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδικέω
ἀντίδικος
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
View word page
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιατίθημι mid., to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.

ShortDef

retaliate upon, mid. resist

Debugging

Headword:
ἀντιδιατίθημι
Headword (normalized):
ἀντιδιατίθημι
Headword (normalized/stripped):
αντιδιατιθημι
IDX:
3182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3183
Key:
a)ntidiati/qemai

Data

{'content': 'ἀντιδιατίθημι\n mid., to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.', 'key': 'a)ntidiati/qemai'}