Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
σύσσιτος
συσσῴζω
σύσσωμος
View word page
συσσαίνομαι
συσσαίνομαι Pass. to feel flattered by a thing, Polyb.
ShortDef
to feel flattered
Debugging
Headword:
συσσαίνομαι
Headword (normalized):
συσσαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συσσαινομαι
IDX:
31793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31829
Key:
sussai/nomai
Data
{'content': 'συσσαίνομαι\n Pass. to feel flattered by a thing, Polyb.', 'key': 'sussai/nomai'}