Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
συσσίτιον
View word page
συσπλαγχνεύω
συσπλαγχνεύω fut. σω to join in eating the sacrificial meat (τὰ σπλάγχνα) , Ar.
ShortDef
to join in eating the sacrificial meat
Debugging
Headword:
συσπλαγχνεύω
Headword (normalized):
συσπλαγχνεύω
Headword (normalized/stripped):
συσπλαγχνευω
IDX:
31790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31826
Key:
susplagxneu/w
Data
{'content': 'συσπλαγχνεύω\n fut. σω\n to join in eating the sacrificial meat (τὰ σπλάγχνα) , Ar.', 'key': 'susplagxneu/w'}