Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
σύσσημον
συσσιτέω
συσσίτησις
View word page
συσπεύδω
συσπεύδω fut. σω to assist zealously, τινὶ ποιεῖν τι Hdt.

ShortDef

to assist zealously

Debugging

Headword:
συσπεύδω
Headword (normalized):
συσπεύδω
Headword (normalized/stripped):
συσπευδω
IDX:
31789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31825
Key:
suspeu/dw

Data

{'content': 'συσπεύδω\n fut. σω\n to assist zealously, τινὶ ποιεῖν τι Hdt.', 'key': 'suspeu/dw'}