Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
συσπουδάζω
συσσαίνομαι
συσσεβίζω
συσσεύω
συσσημαίνω
View word page
συσπειράω
συσπειράω perf. -εσπείρᾱμαι Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), Xen.; σ. ἐπὶ τόπον to march in such order to a place, Xen. to be coiled up, Luc.

ShortDef

contract

Debugging

Headword:
συσπειράω
Headword (normalized):
συσπειράω
Headword (normalized/stripped):
συσπειραω
IDX:
31786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31822
Key:
suspeira/omai

Data

{'content': 'συσπειράω\n perf. -εσπείρᾱμαι\n Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), Xen.; σ. ἐπὶ τόπον to march in such order to a place, Xen.\n to be coiled up, Luc.', 'key': 'suspeira/omai'}