Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
σύσπονδος
View word page
συσκοτάζω
συσκοτάζω fut. σω to grow quite dark: impers., συσκοτάζει it grows dark, Thuc., Xen.

ShortDef

to grow quite dark

Debugging

Headword:
συσκοτάζω
Headword (normalized):
συσκοτάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκοταζω
IDX:
31781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31817
Key:
suskota/zw

Data

{'content': 'συσκοτάζω\n fut. σω\n to grow quite dark: impers., συσκοτάζει it grows dark, Thuc., Xen.', 'key': 'suskota/zw'}