Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπλαγχνεύω
View word page
συσκοπέω
συσκοπέω fut. -σκέψομαι to contemplate along with or together, Plat.
ShortDef
to contemplate along with
Debugging
Headword:
συσκοπέω
Headword (normalized):
συσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συσκοπεω
IDX:
31780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31816
Key:
suskope/w
Data
{'content': 'συσκοπέω\n fut. -σκέψομαι\n to contemplate along with or together, Plat.', 'key': 'suskope/w'}