Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
View word page
σύσκιος
σύσκιος σύ-σκιος, ον, σκιά closely shaded, thickly shaded, Xen.; σύσκιόν τι a closely-shaded place, Luc.

ShortDef

closely shaded, thickly shaded

Debugging

Headword:
σύσκιος
Headword (normalized):
σύσκιος
Headword (normalized/stripped):
συσκιος
IDX:
31779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31815
Key:
su/skios

Data

{'content': 'σύσκιος\n σύ-σκιος, ον,\n σκιά\n closely shaded, thickly shaded, Xen.; σύσκιόν τι a closely-shaded place, Luc.', 'key': 'su/skios'}