Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπείρω
συσπένδω
View word page
συσκιάζω
συσκιάζω fut. άσω to shade quite over, throw a shade over, shade closely or thickly, Hes.; γένυν σ., i. e.to get a beard, Eur.: metaph., συσκηνῶσαι τὰς ἁμαρτίας Dem. intr. to be thick-shaded, Eur.

ShortDef

to shade quite over, throw a shade over, shade closely

Debugging

Headword:
συσκιάζω
Headword (normalized):
συσκιάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκιαζω
IDX:
31778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31814
Key:
suskia/zw

Data

{'content': 'συσκιάζω\n fut. άσω\n to shade quite over, throw a shade over, shade closely or thickly, Hes.; γένυν σ., i. e.to get a beard, Eur.: metaph., συσκηνῶσαι τὰς ἁμαρτίας Dem.\n intr. to be thick-shaded, Eur.', 'key': 'suskia/zw'}