Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
View word page
σύσκηνος
σύσκηνος σύ-σκηνος, ὁ, σκηνή one who lives in the same tent, a messmate, Lat. contubernalis, Thuc., Xen.
ShortDef
one who lives in the same tent, a messmate
Debugging
Headword:
σύσκηνος
Headword (normalized):
σύσκηνος
Headword (normalized/stripped):
συσκηνος
IDX:
31776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31812
Key:
su/skhnos
Data
{'content': 'σύσκηνος\n σύ-σκηνος, ὁ,\n σκηνή\n one who lives in the same tent, a messmate, Lat. contubernalis, Thuc., Xen.', 'key': 'su/skhnos'}