Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
σύσπαστος
View word page
συσκηνία
συσκηνία συσκηνία, ἡ, a dwelling in one tent: of soldiers, a messing together, Xen.

ShortDef

a dwelling in one tent

Debugging

Headword:
συσκηνία
Headword (normalized):
συσκηνία
Headword (normalized/stripped):
συσκηνια
IDX:
31774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31810
Key:
suskhni/a

Data

{'content': 'συσκηνία\n συσκηνία, ἡ,\n a dwelling in one tent: of soldiers, a messing together, Xen.', 'key': 'suskhni/a'}