Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκυθρωπάζω
συσπαράσσω
View word page
συσκηνέω
συσκηνέω fut. ήσω to live in the same tent with another, to mess together, Xen.; τινί with one, Xen.

ShortDef

be in the same tent/mess/ship berth

Debugging

Headword:
συσκηνέω
Headword (normalized):
συσκηνέω
Headword (normalized/stripped):
συσκηνεω
IDX:
31773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31809
Key:
suskhne/w

Data

{'content': 'συσκηνέω\n fut. ήσω\n to live in the same tent with another, to mess together, Xen.; τινί with one, Xen.', 'key': 'suskhne/w'}