Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
σύσκιος
συσκοπέω
συσκοτάζω
View word page
συσκευασία
συσκευασία from συσκευάζω συσκευᾰσία, ἡ, a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.
ShortDef
a packing up, getting ready
Debugging
Headword:
συσκευασία
Headword (normalized):
συσκευασία
Headword (normalized/stripped):
συσκευασια
IDX:
31771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31807
Key:
suskeuasi/a
Data
{'content': 'συσκευασία\n from συσκευάζω\n συσκευᾰσία, ἡ,\n a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.', 'key': 'suskeuasi/a'}