Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκιάζω
View word page
συσκεδάννυμι
συσκεδάννυμι fut. -σκεδῶ to help in scattering, to toss about, Ar.

ShortDef

to help in scattering, to toss about

Debugging

Headword:
συσκεδάννυμι
Headword (normalized):
συσκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
συσκεδαννυμι
IDX:
31768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31804
Key:
suskeda/nnumi

Data

{'content': 'συσκεδάννυμι\n fut. -σκεδῶ\n to help in scattering, to toss about, Ar.', 'key': 'suskeda/nnumi'}