Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Συροφοῖνιξ
σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
σύσκηνος
συσκηνόω
View word page
συρφετώδης
συρφετώδης συρφετ-ώδης, ες συρφετός, εἶδος jumbled together, promiscuous, Luc.
ShortDef
jumbled together, promiscuous
Debugging
Headword:
συρφετώδης
Headword (normalized):
συρφετώδης
Headword (normalized/stripped):
συρφετωδης
IDX:
31767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31803
Key:
surfetw/dhs
Data
{'content': 'συρφετώδης\n συρφετ-ώδης, ες\n συρφετός, εἶδος\n jumbled together, promiscuous, Luc.', 'key': 'surfetw/dhs'}