Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σύρος
Σῦρος
Συροφοῖνιξ
σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
σύρω
συσκευασία
συσκευωρέομαι
συσκηνέω
συσκηνία
συσκήνια
View word page
σύρφαξ
σύρφαξ σύρφαξ, ᾱκος, = συρφετός 1, Ar.

ShortDef

mob, rabble

Debugging

Headword:
σύρφαξ
Headword (normalized):
σύρφαξ
Headword (normalized/stripped):
συρφαξ
IDX:
31765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31801
Key:
su/rfac

Data

{'content': 'σύρφαξ\n σύρφαξ, ᾱκος,\n = συρφετός 1, Ar.', 'key': 'su/rfac'}