Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συριστής
Συριστί
συρμαία
συρμαΐζω
σύρμα
συρμός
Σύρος
Σῦρος
Συροφοῖνιξ
σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
συσκευάζω
View word page
συρράπτω
συρράπτω fut. ψω to sew or stitch together, sew up, Lat. consuo, Hes., Hdt.

ShortDef

to sew

Debugging

Headword:
συρράπτω
Headword (normalized):
συρράπτω
Headword (normalized/stripped):
συρραπτω
IDX:
31759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31795
Key:
surra/ptw

Data

{'content': 'συρράπτω\n fut. ψω\n to sew or stitch together, sew up, Lat. consuo, Hes., Hdt.', 'key': 'surra/ptw'}