Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συρισμός
συριστής
Συριστί
συρμαία
συρμαΐζω
σύρμα
συρμός
Σύρος
Σῦρος
Συροφοῖνιξ
σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
συσκεδάννυμι
View word page
σύρραξις
σύρραξις σύρραξις, εως, συρράσσω a dashing together, Plut.
ShortDef
a dashing together
Debugging
Headword:
σύρραξις
Headword (normalized):
σύρραξις
Headword (normalized/stripped):
συρραξις
IDX:
31758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31794
Key:
su/rracis
Data
{'content': 'σύρραξις\n σύρραξις, εως,\n συρράσσω\n a dashing together, Plut.', 'key': 'su/rracis'}