Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σύριος
συρισμός
συριστής
Συριστί
συρμαία
συρμαΐζω
σύρμα
συρμός
Σύρος
Σῦρος
Συροφοῖνιξ
σύρραξις
συρράπτω
συρρέζω
συρρέω
συρρήγνυμι
συρριζόομαι
Σύρτις
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
View word page
Συροφοῖνιξ
Συροφοῖνιξ Σῠρο-φοῖνιξ, ῑκος, a Syro-phoenician, Luc.: fem. Συροφοίνισσα, NTest.
ShortDef
a Syro-phoenician
Debugging
Headword:
Συροφοῖνιξ
Headword (normalized):
συροφοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
συροφοινιξ
IDX:
31757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31793
Key:
*surofoi=nic
Data
{'content': 'Συροφοῖνιξ\n Σῠρο-φοῖνιξ, ῑκος,\n a Syro-phoenician, Luc.: fem. Συροφοίνισσα, NTest.', 'key': '*surofoi=nic'}