Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Σύρα
σύργαστρος
σύρδην
Συρία
σύριγμα
συριγμός
σῦριγξ
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
συρικτήρ
συρικτής
Σύριος
View word page
σύρδην
σύρδην σύρω dragging, in a long line, Aesch.
ShortDef
dragging, in a long line
Debugging
Headword:
σύρδην
Headword (normalized):
σύρδην
Headword (normalized/stripped):
συρδην
IDX:
31737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31772
Key:
su/rdhn
Data
{'content': 'σύρδην\n \n σύρω\n dragging, in a long line, Aesch.', 'key': 'su/rdhn'}